- προσεμισθώσατο
- προσμισθόωlet out for hire besidesaor ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσμισθώ — όω, Α [μισθῶ] 1. εκμισθώνω κάτι 2. (σχετικά με κεφάλαια) τοκίζω 3. μέσ. προσμισθοῡμαι, όομαι προσλαμβάνω κάποιον ακόμη ως μισθωτό («καὶ αὐτὸς ἐπικούρους τινὰς προσεμισθώσατο», Θουκ.) … Dictionary of Greek